legal age - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

legal age - translation to ρωσικά


legal age         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Legal age (disambiguation); Codified ages

[li:g(ə)l'eidʒ]

общая лексика

совершеннолетие

legal age         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Legal age (disambiguation); Codified ages
совершеннолетие.
legal age         
WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Legal age (disambiguation); Codified ages
совершеннолетие

Ορισμός

Нью эйдж
("Нью эйдж")

индийский еженедельник, ЦО Коммунистической партии Индии (КПИ). Основан в 1953. Издаётся на английском языке в Дели.

Лит.: Круглов Е. В., Коммунистическая печать Индии, М., 1966.

Βικιπαίδεια

Legal age
Legal age or codified age refers to age at which a person may legally engage in a certain activity. Most frequently, this is the age of majority (also known as the "age of maturity"), the threshold of adulthood as recognized in law.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για legal age
1. Miss Sagheb is the minimum legal age for candidacy.
2. They are both over 16, the legal age for buying a ticket.
3. He has also acknowledged drinking before being of legal age and smoking marijuana.
4. The minimum legal age of marriage in Afghanistan is 16 for girls and 18 for boys.
5. Both youngsters were under the legal age for hiring jet–skis in Cyprus, which is 18.
Μετάφραση του &#39legal age&#39 σε Ρωσικά